• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
action Dinle! {'ækʃən}
  • {N} πράξη, ενέργεια, αγωγή, δράση, επήρεια, μάχη, λειτουργία

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
out of action
  • {ADV} εκτός ενέργειας
action at a distance
  • {N} επίδραση εξ' αποστάσεως
action of gases
  • {N} επίδραση αέριων
action of points
  • {N} δράση ακίδων
action of recoil
  • {N} δράση παλινδρομήσεως
automatic action
  • {N} αυτόματη δράση
bring into action
  • {V} δραστηριοποιώ
buffer action
  • {N} επίδραση αντισταθμίσεως
capillary action
  • {N} τριχοειδής δράση
chemical action
  • {N} χημική ενέργεια
compensating action
  • {N} αντισταθμίζουσα επίδραση
corporate action
  • {N} συλλογική δράση
corrosive action
  • {N} διαβρωτική ενέργεια
delayed action
  • {N} επιβραδυνόμενη ενέργεια
direct action
  • {N} άμεση δράση
drastic action
  • {N} δραστική ενέργεια
evasive action
  • {N} ενέργεια διαφυγής
galvanic action
  • {N} γαλβανική ενέργεια
gyroscopic action
  • {N} γυροσκοπική δράση
indirect action
  • {N} έμμεση ενέργεια