• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
joint Dinle! {dʒɔınt}
  • {A} συλλογικός, συνδεδεμένος εκ κοινού, συνδυασμένος, συντονισμένος
  • {N} άρθρωση, αρμός, κλείδωση, τεμάχιο κρέατος, μέγα τεμάχιο κρέατος, καταγώνιο, καταγώγιο, τρώγλη
  • {V} προσαρμόζω

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
joint account
  • {N} κοινός λογαριασμός
joint heir
  • {N} συγκληρονόμος
joint of cables
  • {N} ένωση καλώδιων
joint ownership
  • {N} συνιδιοκτησία
joint signature
  • {N} συνυπογραφή
joint stock {,dʒɔınt'stɒk}
  • {N} μετοχική εταιρία
joint venture
  • {N} συλλογική επιχείρηση, κοινοπραξία
joint venture account
  • {N} λογαριασμός κοινοπραξίας
knee joint {'ni:dʒɔınt}
  • {N} άρθρωση γόνατος
universal joint
  • {N} ελεύθερη άρθρωση