• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
clear-headed {,klıər'hedıd}
  • {A} νηφάλιος, με καθαρή σκέψη

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
all clear
  • {PHR} ορίζοντας είναι σαφής
clear Dinle! {klıər}
  • {A} διαυγής, σαφής, διαφανής, αίθριος, ξάστερος, φανερός, καθαρός, απαλαγμένος, ευδιάκριτος, πλήρης
  • {ADV} εντελώς, καθαρά
  • {V} καθαρίζω, αθωώνω
clear away
  • {V} παίρνω, φεύγω
clear-cut Dinle! {,klıər'kʌt}
  • {A} ευδιάκριτος, καθαρόγραμμος
clear majority
  • {N} απόλυτη πλειοψηφία
clear off
  • {V} εξοφλώ, ξεκαθαρίζω, στρίβω, φεύγω
clear one s'throat
  • {V} ξεροβήχω
clear out
  • {V} αδειάζω, καθαρίζω, φεύγω
clear-sighted Dinle! {,klıər'saıtıd}
  • {A} οξυδερκής
clear skies
  • {N} ξαστεριά
clear sky
  • {N} ξάστερος ουρανός, φωτεινός ουρανός
clear the air
  • {V} καθαρίζω την ατμόσφαιρα
clear up
  • {V} ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ
empty-headed Dinle! {,emptı'hedıd}
  • {A} κουφιοκέφαλος
level-headed {'levəl,hedıd}
  • {A} γνωστικός, ισορροπημένος
light-headed Dinle! {,laıt'hedıd}
  • {A} ελαφρόμυαλος
long-headed {,lɔ:ŋ'hedıd}
  • {A} οξύνους
make clear
  • {V} ξεκαθαρίζω
soft-headed {,sɔ:ft'hedıd}
  • {A} χαζός
stay clear
  • {V} αποφεύγω