İngilizce » Yunanca |
Yukarı |
dash |
{dæʃ}
- {A} έφοδος
- {N} αγώνας δρόμου, εξόρμηση, στάλα, προσθήκη, ορμή, παύλα
- {V} ρίπτω, ρίπτομαι, συντρίβω, ορμώ, εκσφενδονίζω, τινάζομαι, τσακίζω, διαβολοστέλνω
|
|
|
|
İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar |
Yukarı |
cut a dash |
|
|
dash-board |
{'dæʃbɔ:rd}
- {N} πίνακας όργανων αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου, ταμπλό αυτοκίνητου
|
|
dash out |
|
|
slap dash |
{'slæp,dæʃ}
- {A} απρόσεκτος
- {N} φουριόζος
|
|
|
|