• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
dash Dinle! {dæʃ}
  • {A} έφοδος
  • {N} αγώνας δρόμου, εξόρμηση, στάλα, προσθήκη, ορμή, παύλα
  • {V} ρίπτω, ρίπτομαι, συντρίβω, ορμώ, εκσφενδονίζω, τινάζομαι, τσακίζω, διαβολοστέλνω

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
cut a dash
  • {V} κόβω την ορμή
dash-board {'dæʃbɔ:rd}
  • {N} πίνακας όργανων αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου, ταμπλό αυτοκίνητου
dash out
  • {V} εξορμώ
slap dash {'slæp,dæʃ}
  • {A} απρόσεκτος
  • {N} φουριόζος