İngilizce » Yunanca  |
Yukarı  |
hitch-hike |
{'hıtʃhaık}
- {V} κάνω ωτοστόπ, ταξιδεύω εκλιπαρών μεταφοράν επί διερχόμενων αυτοκινήτων
|
|
|
|
İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar |
Yukarı  |
hike |
{haık}
|
|
hitch |
{hıtʃ}
- {N} αναποδιά, γάντζος, εμπόδιο, θηλειά, κόμβος
- {V} προσδένω, προσδένομαι
|
|
hitch-hiker |
{'hıtʃ,haıkər}
- {N} εκλιπαρών μεταφοράν επί αυτοκινήτου
|
|
|
|