• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
New Layout
Text Translation
Old Layout
Web Search
WORD
     

Google Translate
WORD
     
Language selection
»
|

English » Greek Top
pilot Hear! {'paılət}
  • {A} πηδαλιούχος
  • {N} πλοηγός, πιλότος
  • {V} πηδαλιουχώ, οδηγώ

English » Greek Indirect results Top
pilot dues
  • {N} πλοηγικά δικαιώματα
pilot officer
  • {N} ανθυποσμηναγός, ιπτάμενος αξιωματικός
test pilot
  • {N} πιλότος δοκιμών