İngilizce » Yunanca |
Yukarı |
span |
{spæn}
- {N} πιθαμή, σπιθαμή, καμάρα, μεταξύ δύο στηριγμάτων έκταση, διαστήλιο, ζεύγος, ζυγός
- {V} συνδέω, μετρώ με την σπιθαμή, καλύπτω
|
|
|
|
İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar |
Yukarı |
aileron span |
- {N} εκπέτασμα πηδάλιου κλίσεως
|
|
span roof |
{'spænru:f}
|
|
spick and span |
{,spıkən'spæn}
- {A} καθαρώτατος, καθαρός, καινουργής
|
|
|
|