• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
New Layout
Text Translation
Old Layout
Web Search
WORD
     

Google Translate
WORD
     
Language selection
»
|

English » Greek Top
trial Hear! {'traıəl}
  • {A} δικαστικός, δοκιμαστικός
  • {N} δοκιμή, δίκη, εκδίκαση, δοκιμασία

English » Greek Indirect results Top
general ledger trial balance
  • {N} ισοζύγιο γενικού καθολικού
sensational trial
  • {N} πολύκροτος δίκη
by trial and error
  • {ADV} εμπειρικά
trial balance
  • {N} ισοζύγιο
trial fire
  • {N} δοκιμαστική βολή