• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
absenteeism Dinle! {,æbsən'tıızm}
  • {N} απουσία κτηματίων από τις ιδιοκτησίες τους, κατά εξακολούθηση αδικαιολόγητη απουσία, κατά συνήθεια απουσία