• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
half Dinle! {hæf}
  • {A} ήμισυς, μισός
  • {N} ήμισυ
  • {V} φέρω

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
half adder {,hæf'ædər}
  • {N} ημιαθροϊστής
half a dozen
  • {N} εξάδα
half an hour
  • {N} μισή ώρα
half back {'hæfbæk}
  • {N} μέσος στο ποδόσφαιρο, παίκτης της δεύτερης σειράς
half-baked Dinle! {,hæf'beıkt}
  • {A} μισοψημένος, ατελής
half blood {'hæf,blʌd}
  • {N} ετεροθαλής συγγενής, μιγάς
half breed {'hæfbri:d}
  • {N} μιγάς
half brother {'hæf,brʌðər}
  • {N} ετεροθαλής αδελφός, ετεροθαλής αδερφός
half caste {'hæfkæst}
  • {N} μιγάς
half-drunk {,hæf'drʌŋk}
  • {A} μισομεθυσμένος
half-hearted {,hæf'hɑ:rtıd}
  • {A} απρόθυμος, χωρίς ενθουσιασμό, με μισή καρδιά
half holiday {,hæf'hɒlədeı}
  • {N} ημιαργία
half hourly
  • {N} ημίωρο
half pay {,hæf'peı}
  • {N} μισθός διαθεσιμότητος
half price {,hæf'praıs}
  • {N} μισοτιμή
half roll {,hæf'rəʋl}
  • {N} ημιπεριστροφή
half seas over {,hæfsi:z'əʋvər}
  • {A} στουπί στο μεθύσι
half sister {'hæf,sıstər}
  • {N} ετεροθαλής αδερφή, ετεροθαλής αδελφή
half speed ahead
  • {ADV} πρόσω ημιταχώς
half-taught person
  • {N} ημιμαθής άνθρωπος