İngilizce » Yunanca |
Yukarı |
hire |
{'haıər}
- {N} νοίκιασμα, ενοικίαση, απασχόληση, εκμίσθωση, μισθός, μίσθωση
- {V} νοικιάζω, ενοικιάζω, προσλαμβάνομαι για εργασία, προσλαμβάνω (προσωπικό), μισθώνω, εκμισθώνω
|
|
|
|
İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar |
Yukarı |
hire purchase |
{,haıər'pɜ:rtʃəs}
- {V} αγοράζω με δόσεις
- {N} ενοικίαση
|
|
|
|