• sözlük
  • dictionary
  • wörterbuch
  • çeviri
Genel Arama
Çeviri
Eski Arayüz
Web Arama
KELİME
     

Google Translate
KELİME
     
Dil Seçimi
»
|

İngilizce » Yunanca Yukarı
stock Dinle! {stɒk}
  • {A} έτοιμος, κοινός, συνήθης
  • {N} στέλεχος, κορμός, γένος, ζώα, κτήνη, κεφάλαιο, χρεόγραφο, στοκ, εγκεκριμένο μετοχικό κεφαλαίο, μετοχή, παρακαταθήκη
  • {V} εφοδιάζω, προμηθεύω, αποθηκεύω

İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar Yukarı
capital stock
  • {N} μετοχικό κεφάλαιο
joint stock {,dʒɔınt'stɒk}
  • {N} μετοχική εταιρία
keep in stock
  • {V} διατηρώ απόθεμα
preference stock
  • {N} προνομιούχοι τίτλοι
preferred stock
  • {N} προνομιούχος μετοχή
rolling stock {'rəʋlıŋstɒk}
  • {N} σιδηροδρομικά βαγόνια
stock breeder {'stɒk,bri:dər}
  • {N} κτηνοτρόφος
stock broker {'stɒk,brəʋkər}
  • {N} χρηματομεσίτης, μεσίτης χρηματιστηρίου
stock company
  • {N} μετοχική εταιρία, θεατρικός θίασος
stock cube
  • {N} κύβος ζωμού
stock exchange
  • {N} χρηματιστήριο
stock list {'stɒklıst}
  • {N} δελτίο τιμών χρηματιστηρίου
stock market {,stɒk'mɑ:rkıt}
  • {N} χρηματιστήριο
stock of material
  • {N} απόθεμα υλικού
stock room {'stɒk,ru:m}
  • {N} αποθήκη
stock taking {'stɒk,teıkıŋ}
  • {N} απογραφή εμπορευμάτων
stock wagon
  • {N} βαγόνι ζώων
take stock
  • {ID} κατανοώ