İngilizce » Yunanca |
Yukarı |
trunk |
{trʌŋk}
- {N} προβοσκίδα, κορμός, μπαούλο, κιβώτιο, προβοσκίδα ελέφαντος
|
|
|
|
İngilizce » Yunanca İlişkili Sonuçlar |
Yukarı |
air trunk |
|
|
trunk call |
{'trʌŋkkɔ:l}
- {N} υπεραστικό τηλεφώνημα
|
|
trunk connections |
- {N} τηλεφωνικές επικοινωνίες
|
|
trunk line |
{'trʌŋklaın}
- {N} υπεραστικό δίκτυο, κύρια γραμμή σιδηροδρόμου
|
|
|
|